- τσαμαδό
- το, Ν1. άγριος, επιθετικός σκύλος2. φρ. «σκυλί τσαμαδό»μτφ. άνθρωπος πεισματάρης και ισχυρογνώμονας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Αγαμέμνων — I Μυθικός βασιλιάς των Μυκηνών και αρχιστράτηγος των Ελλήνων στον πόλεμο εναντίον της Τροίας. Κατά τα Κύπρια Έπη,που αποτελούν μέρος του επικού κύκλου και αναφέρονται στα προ της Ιλιάδος περιστατικά, ο Α., για να εξευμενίσει τη θεά Αρτέμιδα, που… … Dictionary of Greek
Σανταρόζα, Σαντόρε — (Santarosa). Ιταλός λόγιος, δημοσιολόγος και φιλέλληνας (Σαβιλιάνο Σαβοΐας 1783 Σφακτηρία 1825). Έλαβε μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις των «100 ημερών» του Ναπολέοντα (1815: εκστρατεία στη Γκρενόμπλ) και αργότερα ανακηρύχτηκε αρχηγός του… … Dictionary of Greek